ορνιθολογία

ορνιθολογία
Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία, τη φυσιολογία, τις συνήθειες και την ταξινόμηση των πουλιών. Από την αρχαιότητα, τα ζώα αυτά είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον φυσιοδιφών, όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, αλλά μόνο από τον 16o αι. αφιερώθηκαν στα πουλιά έργα γραμμένα με επιστημονικά κριτήρια και σχετική ακρίβεια. Από τις πρώτες αυτές εργασίες, η πιο ενδιαφέρουσα είναι του Κόνραντ φον Γκέσνερ και του Πιερ Μπελόν, που δημοσιεύτηκαν το 1555. Ο Αλντροβάντι αφιέρωσε στα πουλιά τρεις τόμους, που η σπουδαιότητα τους διαπιστώθηκε μόνο μετά τον θάνατό του (1605). Ύστερα από τις εργασίες του Κάρολου Λινναίου και τις έρευνες πολλών βιολόγων, η ο. σημείωσε σημαντικές προόδους, κυρίως με τον πολλαπλασιασμό των επιστημονικού χαρακτήρα ερευνών και οι σχετικές παρατηρήσεις περιέλαβαν την πτηνοπανίδα όλης της υδρογείου. Πράγματι, από τον 19o ήδη αι., ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Αμερική, δημοσιεύτηκαν όλο και περισσότερα γενικά ή ειδικά έργα επί της o., που συνέβαλαν όχι λίγο στη λύση προβλημάτων μεγάλου ενδιαφέροντος και γι’ αυτήν ακόμα τη γενική βιολογία. Ορνιθολογία: μια σελίδα του έργου του φυσιοδίφη Ουλίσε Αλντροβάντι, σε έκδοση του 1599
* * *
η
ζωολ. κλάδος τής ζωολογίας ο οποίος ασχολείται με την επιστημονική μελέτη τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ornithologie (< όρνις, -ιθος + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθολογία. επίρρ... ορνιθολογικώς. με ορνιθολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”